- δεκοχτούρα
- δεκοχτούρα, η και δεκαοχτούρα, ηείδος πουλιού, περιστερά η αιγυπτιακή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκοχτούρα — και δεκαοχτούρα, η κοινή ονομασία τού πτηνού περιστερά η αιγυπτιακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκ(α)οχτώ + (κατάλ.) ούρα κατά παρετυμολογία αντί τού γκου γκουχτούρα, ηχομιμητική λ. από τη φωνή τού αντίστοιχου πουλιού] … Dictionary of Greek
δεκαοχτούρα — η βλ. δεκοχτούρα … Dictionary of Greek
φοινικοπερίστερο — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού αγριοπερίστερου Streptopelia senegalensis, πολύ συγγενικού με το τρυγόνι και με τη δεκοχτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) + περιστέρι] … Dictionary of Greek